- νότισμα
- το [νοτίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νοτίζω, η παρουσία υδρατμών σε κάτι, ύγρανση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νότισμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοτίζω, το βρέξιμο, το μούσκεμα: Το νότισμα του τοίχου μεγάλωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφύγρανση — η [εφυγραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εφυγραίνω, η ύγρανση, το νότισμα … Dictionary of Greek
νοτισμός — ο (ΑΜ νοτισμός) [νοτίζω] νότισμα, ύγρανση μσν. αρχ. εμπότιση αντικειμένων σε νερό ή σε άλλο υγρό, διαβροχή … Dictionary of Greek
ύγρανση — η το βρέξιμο, το διαπότισμα, το νότισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)